Χίτλερ να μην το καυχηθείς

Κώστας Μουντάκης-Η μάχη της Κρήτης

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ 20-ΜΑΙΟΥ 1941







Η Μάχη της Κρήτης

Ως μάχη της Κρήτης έχει επικρατήσει να ονομάζεται η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στη Κρήτη και η κατάληψη της, κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η μάχη της Κρήτης αποτέλεσε ένα σπουδαίο πολεμικό γεγονός και κράτησε 11 μέρες από τις 20-31 Μαίου του 1941. Στους Γερμανούς εισβολείς εκτός από τις Ελληνικές και συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις (βρετανοί, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί) αντιστάθηκαν με ότι μέσο διέθεταν οι κάτοικοι της Κρήτης. Αυτή η αντίσταση των κατοίκων είναι από μόνη της ξεχωριστή για τα στρατιωτικά δεδομένα και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την εποποιία του Στάλινγκράντ.

Το σχέδιο που οργάνωσε το Γερμανικό επιτελείο για την κατάληψη της Κρήτης είχε το κωδικό όνομα Merkur (Ερμής) και ήταν ένα προχωρημένο για την εποχή σχέδιο καθώς στηρίζονταν στην χρησιμοποίηση ενός επίλεκτου σώματος 14.000 αλεξιπτωτιστών σαν πρώτη δύναμη κρούσης, με επικεφαλής τον αντιπτέραρχο Στούντεντ αλλά και δυνάμεων τεθωρακισμένων και πεζικού που μεταφέρθηκαν στο νησί με μεταγωγικά αεροπλάνα. Γενικός διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων είχε οριστεί ο Νεοζηλανδός Στρατηγός Φράιμπεργκ. Πρίν από την επιχείρηση της κατάληψης, η γερμανική αεροπορία είχε εξαπολήσει μεγάλης κλίμακας βομβαρδισμούς των κρητικών πόλεων και των στρατηγικών σημείων του νησιού.


Η επιχείρηση της κατάληψης ξεκίνησε το πρωί της 20ης Μαίου 1941. Η βασική επιδίωξη των επιτιθέμενων ήταν η κατάληψη των αεροδρομίων του νησιού και η δημιουργία προγεφυρωμάτων για την μεταφορά μεγαλύτερου όγκου στρατευμάτων και εξοπλισμού. Αυτό που έγινε από την πρώτη στιγμή που φάνηκε ο πρώτος Γερμανός αλεξιπτωτιστής στο κρητικό ουρανό είναι απίστευτο. Οι κρητικοί χωρίς να υπάρχει κανένα οργανωμένο σχέδιο που να τους συμπεριλαμβάνει στον αμυντικό σχεδιασμό και σχεδόν άοπλοι, αυθόρμητα, όπως έκαναν για αιώνες απέναντι στον οποιοδήποτε κατακτητή, ξεκινούν μια πεισματική άμυνα με αποτέλεσμα από το πρώτο κύμα των 3000 αλεξιπτωτιστών να μη μπορέσουν να φτάσουν στους αντικειμενικούς στόχους τους παρά ελάχιστοι.

Οι επιτιθέμενοι καταφέρνουν να κερδίζουν κάθε βήμα με σφοδρές μάχες και τεράστιες απώλειες. Στις 27 Μαίου καταλαμβάνονται τα Χανιά και οι συμμαχικές δυνάμεις αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το νησί. Μια αποχώρηση που ολοκληρώθηκε από τις 28 Μαίου - 1 Ιούνιου χάρη και στη βοήθεια των κατοίκων που συνέχισαν τη πεισματική άμυνα και πρόσεφεραν κάθε δυνατή βοήθεια στα συμμαχικά στρατεύματα κατά την αποχώρηση τους από το νησί. Η Μάχη της Κρήτης τελείωσε ουσιαστικά στις 31 Μαίου. Οι γερμανοί αναγκάστηκαν να δώσουν πολύνεκρες μάχες με τους υπερασπιστές της Κρήτης πράγμα που τους κόστισε 15000 νεκρούς από τα πιο επίλεκτα στρατιωτικά τους σώματα. Οι Κρητικοί συνήργησαν αποφαστικά στην εξουδετέρωση των γερμανών αλεξιπτωτιστών την πρώτη μέρα της εισβολής αλλά και σε κάθε επιχείρηση που έκαναν οι γερμανοί για να καταλάβουν οποιοδήποτε τμήμα του νησιού. Η εκδικητική μανία των γερμανών για την αντίσταση που συνάντησαν ξέσπασε σε ομαδικές εκτελέσεις Κρητικών αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού. Στην Κρήτη τα γερμανικά στρατεύματα συνάντησαν για πρώτη φορά μια συγκλονιστική λαική αντίσταση, αυτή την αντίσταση που θα συναντούσαν έκτοτε μπροστά τους σε αρκετές από τις ευρωπαικές χώρες που θα καταλάμβαναν. Η αντίσταση των Κρητικών ήταν ο προάγγελος της Ελληνικής Εθνικής αντίστασης, αλλά και της Γαλλικής και της αντίστασης των Γιουγκοσλάβων και των Ρώσων.

Πάρα πολλοί ιστορικοί αναφέρονται στα λάθη της συμμαχικής ηγεσίας που δεν μπόρεσε να οργανώσει αποτελεσματικότερα την άμυνα της Κρήτης ώστε να αποτελέσει ένα απόρθητο φρούριο, αλλά πιθανά αυτό δεν ήταν στα συμμαχικά επιτελικά σχέδια και απλώς χρησιμοποίησαν την Κρήτη για να καθυστερήσουν μόνο τα γερμανικά στρατεύματα. Η σημασία της Μάχης της Κρήτης ήταν πολύ μεγάλη καθώς εξαιτίας της οι γερμανοί ματαίωσαν τα σχέδια για αντίστοιχη κατάληψη της Κύπρου και της μέσης Ανατολής, αλλά καθυστέρησαν και την εφαρμογή των σχεδίων για την κατάληψη της Σοβιετικής Ένωσης. Οι μεγάλες απώλειες του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών έπεισαν το γερμανικό επιτελείο ότι δεν έπρεπε να το ξαναχρησιμοποιήσουν σε άλλη μεγάλη επιχείρηση. Από την άλλη μεριά η μάχη της Κρήτης έδειξε ότι η τρομερή πολεμική μηχανή που σάρωνε με μεγάλη ευκολία όλους τους ευρωπαικούς στρατούς, τα βρήκε δύσκολα μπροστά σε μερικούς αποφασισμένους Κρητικούς. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα από ριζίτικα τραγούδια εμπνευσμένα από τη μάχη της Κρήτης.

"...Χίτλερ να μην το καυχηστείς πώς πάτησες στην Κρήτη ξαρμάτωτη την ήβρηκες και τα παιδιά τση 'λειπαν στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία..."

"... Κρήτη μ’ η Μεραρχία σου, αν ήτανε κοντά σου, το Γερμανό θα ν’ έθαφτες μέσα στα χώματά σου.

Κρήτη μου όμορφο νησί, που ‘γραψες Ιστορία, Δίχως στρατό πολέμησες μιαν αυτοκρατορία!

Τση Κρήτης τ’ Άγια Χώματα, όπου κι ανέν τα σκάψεις, Αίμα παλικαριών θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις..."

"...Οι Άγγλοι και οι Αυστραλοί, και Ζηλανδοί ομάδι, αντάμα με τους Έλληνες πηγαίνουνε στον Άδη. Τέτοια ψυχή, τέτοια καρδιά, και λεβεντιά δεν είδα. Η Κρήτη σαν να ήτονε δικήτωνε πατρίδα. Και πολεμούσανε κι αυτοί ως ότου σκοτωθήκαν, Κι όσοι δεν αποθάνασι αιχμάλωτοι πιαστήκαν..."

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ 1916-1923






Η γενοκτονία στον Πόντο 1916-1923
Βλάσης Αγτζίδης
Δρ Ιστορίας
Πηγή Αντίβαρο, Ιούνιος 2007

Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού αποτελεί μια από τις "λευκές σελίδες" της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Η αποσιώπηση είχε ηθική και πολιτική σημασία. Δεν αποτίσαμε κατ' αρχάς τον οφειλόμενο σεβασμό στους δεκάδες χιλιάδες Ελληνες νεκρούς που εξοντώθηκαν στον μικρασιατικό Πόντο κατά τις εκτεταμένες εθνικές εκκαθαρίσεις που έκαναν οι νεότουρκοι σωβινιστές. Η αποσιώπηση επιπλέον μας στέρησε την δυνατότητα να κατανοήσουμε τον τρόπο συγκρότησης των ισορροπιών στην περιοχή μας και την επικράτηση της "νέας τάξης πραγμάτων του 1922", που τόσο ακριβά στοίχισε στον ελληνισμό.

Για αυτούς τους λόγους, η ομόφωνη αναγνώριση από την Βουλή των Ελλήνων της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού το 1994 και η καθιέρωση της 19ης Μαϊου ως Ημέρας Μνήμης, αποτελεί την οφειλόμενη απόδοση τιμής στην ιστορική μας μνήμη.

Οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Η κατάσταση που υπήρχε στον μικρασιατικό χώρο πριν την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιγράφεται γλαφυρά από την εφημερίδα "Ο Λαός" που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη:
"Ολοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Ολοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την καταχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειες τους...".

Με την παραπάνω ανάλυση του Μικρασιατικού χώρου συμπίπτουν απολύτως οι αναλύσεις αρκετών σημαντικών πολιτικών όλου του φάσματος των αρχών του αιώνα μας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο έργο της "Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία" γράφει:
"Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Ετσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγεί: βάδιζε προς την διάλυση."

Οι γηγενείς εθνότητες της Μικράς Ασίας, οι Ελληνες και οι Αρμένιοι, ενσαρκώνουν και εκφράζουν την αναγκαιότητα για δημοκρατικό μετασχηματισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η έλλειψη τουρκικής αστικής τάξης καλύπτεται από την οθωμανική γραφειοκρατία και το στρατό. Ενας από τους λόγους που επιταχύνει την νεοτουρκική "επανάσταση", είναι ο έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων από το χριστιανικό στοιχείο του πληθυσμού. Το κίνημα των νεοτούρκων το 1908, αποτελεί την αντεπανάσταση εναντίον των δημoκρατικών κινημάτων των υπόδουλων εθνών.

Η απόφαση για τις γενοκτονίες

Οι σωβινιστικές τάσεις των νεοτούρκων φαίνονται από πολύ νωρίς. Οι Νεότουρκοι αρνιούνται πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία και επιλέγουν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων. Σε μια μυστική σύσκεψη υπό την προεδρία του Ταλαάτ Πασά, ο δρ. Σακίρ Μπεχαεντίν, στέλεχος των Νεοτούρκων λέει:
"Τα έθνη που απόμειναν από παλιά στην Αυτοκρατορία μας μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξερριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας."

Στην ίδια σύσκεψη ο δρ, Ναζίμ λέει:
"...Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποιά θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από τα ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση."

Η εφημερίδα "Ο Λαός" της Πόλης προειδοποιούσε τους Τούρκους ηγέτες:
"Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει."

Το 1911 οι Νεότουρκοι αποφασίζουν σε Συνέδριό τους την εξόντωση των μη τούρκικων εθνοτήτων. Στην απόφαση γράφεται:
"Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται... Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Αρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία... Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία."

Ετσι διαμορφώνεται στο Μικρασιατικό χώρο μια κατάσταση, σύμφωνα με την οποία έχουμε από τη μια τις απαιτήσεις των Ελλήνων και των Αρμενίων για ελευθερία και ανεξαρτησία και από την άλλη τον ακραίο τουρκικό εθνικισμό.

Ενας παράγοντας που παρεμβαίνει υπέρ των οθωμανικών συμφερόντων είναι ο γερμανικός. Οι Γερμανοί έχουν τεράστια συμφέροντα στην Τουρκία. Οικονομικά και στρατιωτικά. Ελπίζουν ότι με μια ισχυρή Τουρκία θα ανταγωνίζονται καλύτερα τους Βρεττανούς. Γιαυτό το λόγο η γερμανική πολιτική εκπονεί ένα πρόγραμμα ακεραιότητας της Τουρκίας, η υλοποίηση του οποίου προϋποθέτει την εξόντωση των πληθυσμών εκείνων που ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκία γίνεται το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη είναι οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες έχουν κολοσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους οι Γερμανοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να φανατίσουν τις τουρκικές μάζες εναντίον των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε μια προκήρυξη που κυκλοφορεί η "Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης" γράφεται:
"Αν πεινούμε και υποφέρουμε εμείς οι Τούρκοι, αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούν τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε θα ανεχόμαστε τις προκλήσεις τους. Μποϋκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τι τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιό το όφελος να συναδελφώνεστε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας..."

Mετά τους Βαλκανικούς πολέμους και κυρίως με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου, υλοποιείται η αποφασισμένη από το 1911 απόφαση των Οθωμανών οριστική λύση του εθνικού προβλήματος της Αυτοκρατορίας με την φυσική εξόντωση των γηγενών εθνοτήτων. Εκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών από την Κωνσταντινούπολη αναφέρει:
"Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφ όσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί συνοικισμοί."

Το κλίμα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται περιγράφεται στο άρθρο με τίτλο "Οθωμανοί εις τα όπλα" στις 13-10-1911 της εφημερίδας "Ηχώ" της Σαμψούντας:
"Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος... Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των."

Η γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής

Το 1914 αρχίζουν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Το 1915 γίνεται η γενοκτονία των Αρμενίων με ενάμιση εκατομμύριο νεκρούς ενώ το 1916 αρχίζει η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο με 350.000 νεκρούς ως το 1923. Σε έγγραφο του Αυστριακού υπουργού εξωτερικών προς το Βερολίνο αναφέρονται τα εξής:
"Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Ελληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων."

Από την έναρξη του Α' παγκοσμίου πολέμου αρχίζουν οι διώξεις κατά των Ελλήνων στις περιοχές των πολεμικών αναμετρήσεων στον Καύκασο.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη γενοκτονία των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο φαίνεται από το παρακάτω κείμενο της Κεντρικής Ενωσης Ποντίων Ελλήνων εκείνης της περιόδου στο οποίο αναφέρονται οι τρόποι εξόντωσης:
"Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξώριζαν τους Ελληνες μέσα στην βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα, ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: πρώτα να μην μπορούν να στεγασθούν και έπειτα να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από την λόγχη των Τούρκων.
Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους εξανάγκαζαν τους δυστυχείς για λόγους δήθεν υγιεινής να λουσθούν. Εβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα των δυστυχών ελεηλατώντο.
Οταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Επειτα άλλη μία ώρα περίμεναν το γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο."

Η επιτροπής του ελληνικού υπουργείου που στέλνεται στον μικρασιατικό Πόντο καταγράφει με λεπτομέρειες τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για την εξόντωση την πρώτη περίοδο της γενοκτονίας περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες Ελληνες.

Ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατυπώνουν εγγράφως τις αντιρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini γράφει τον Ιανουάριο του 1918:
"Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς."

Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισσού Κβιατόφσκι αναφέρει:
"Οπως επανειλημένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων".

Στις εκθέσεις της επιτροπής που στέλνεται στον Πόντο το 1919 από το ελληνικό υπουργείο περιθάλψεως, για την καταγραφή των προβλημάτων του ελληνικού πληθυσμού αναφέρονται όλοι οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν για την θανάτωση περισσότερων των διακοσίων χιλιάδων ατόμων.

Οι Ελληνες του Πόντου αρχίζουν να οργανώνουν ομάδες αυτοάμυνας των χωριών τους. Χαρακτηριστικό των συνθηκών οργάνωσης των ένοπλων ομάδων των Ελλήνων είναι τα γεγονότα της Σαντάς. Στις 17 Δεκεμβρίου 1917, σε Γενική τους Συνέλευση οι κάτοικοι αποφασίζουν την ίδρυση αντάρτικων ομάδων για να προστατευθούν από τις επιθέσεις που οργάνωναν κατά καιρούς τουρκικές συμμορίες. Το σύνθημα που κυριάρχησε στη συνέλευση ήταν: "Να ληστέψουμε τους ληστές". Μεγάλη συμμετοχή στις ένοπλες ομάδες έχουν και οι γυναίκες. Η σημαντικότερη αντάρτικη ομάδα της περιόδου ως το 1918, έχει για αρχηγό την καπετάνισσα Πελαγία, η οποία αναλαμβάνει την διοίκηση μετά τον θάνατο του άντρα της. Ενα τραγούδι των Ελλήνων της Πάφρας του Δυτικού Πόντου, που αναφέρεται στη συμμετοχή των γυναικών έχει τους εξής στίχους:
"Από τις γυναίκες των Παφραλήδων
πήραν τα όπλα οι μισές
για να διώξουν τους Τούρκους.
Σκοτώθηκαν όλες!"

H Ποντιακή Αντίσταση

Σύντομα το κίνημα φουντώνει. Στην ακμή του αριθμεί σε περισότερους από 18.000 ένοπλους. Μέχρι το τέλος όμως θα χαρακτηρίζεται από την πολυδιάσπαση. Oπως μας πληροφορεί ένας οπλαρχηγός εκείνης της περιόδου, το ποντιακό αντάρτικο στην ακμή του ήταν μοιρασμένο σε 300 ομάδες με ξεχωριστούς καπετάνιους. Οι τουρκικές πηγές μιλούν για 25.000 αντάρτες που έγιναν "ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών χωριών". Οι απόψεις ότι πρέπει να γίνει "Γενική Επανάσταση" των Ελλήνων σε συνδυασμό με την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων με στόχο την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αρχίζουν να διατυπώνονται δημόσια. Οι αντάρτες προμηθεύονται τον οπλισμό τους από τις μάχες, το παράνομο δίκτυο που έχουν δημιουργήσει στις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας και την ρωσική βοήθεια.

Ο αγώνας είναι εξαιρετικά σκληρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1916 ο Γερμανός πρεσβευτής Kuhlmann ενημερώνει τον αρχικαγγελάριο Holweg στο Βερολίνο:
"Οι πρόξενοι Σαμψούντας (Bergfeld) kαι Κερασούντας(Schede) αναφέρουν για τις άμεσα απειλούμενες μετατοπίσεις των ελληνικών παραλιακών πληθυσμών... Μέχρι τώρα δολοφονήθηκαν 250 αντάρτες. Αιχμαλώτους δεν κρατούν. Πέντε χωριά πυρπολήθηκαν."

Σε γράμμα που στέλνουν οι αντάρτες προς την ελληνική κυβέρνηση ζητώντας βοήθεια σε πολεμικό κυρίως υλικό, διαβάζουμε:
"Ενεργώντας κατόπιν εντολής των αρχηγών των αντάρτικων ομάδων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας, που αγωνίζονται για την ελευθερία και ανεξαρτησία του Πόντου σε ανεξάρτητη Ελληνική Δημοκρατία, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Ως γνωστόν από πενταετίας ήδη επαναστάτησαν τα τέκνα του Πόντου και αγωνίζονται κατά του τουρκισμού με δικούς τους αρχηγούς..."

Τον Οκτώβριο του 1917 ιδρύεται στο Αικατερινοντάρ της νότιας Ρωσίας η "Κεντρική Εθνική Επιτροπή Ποντίων" με στόχο την απελευθέρωση του Πόντου. Τον ίδιο μήνα συναντάται με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο Κ. Κωνσταντινίδης και τον ενημερώνει για τους στόχους του ποντιακού κινήματος. Απευθυνόμενος προς τους Ελληνες του Πόντου, ο Κ. Κωνσταντινίδης πρόεδρος της δυναμικότατης ποντιακής οργάνωσης της Μασαλίας, διακηρύσσει:
"Συμπολίτες, σε μας έτυχε να ζητήσουμε και να πετύχουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Ας ενωθούμε λοιπόν κάτω από το ιδεώδες της ελευθερίας..."

19 Mαϊου 1919

Στις 19 Μαϊου 1919, ο αξιωματικός του Οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά, ο οποίος αργότερα θα μετωνομασθή Ατατούρκ, αποβιβάζεται με την υποστήριξη των Αγγλων στην Σαμψούντα για να καταστείλει το δυναμικό ποντιακό ανταρτικο. Σε τηλεγράφημά του στο διοικητή του 15ου σώματος του Ερζερούμ γράφει:
"H κατάσταση στην Σαμψούντα είναι τόσο ανησυχητική, που μπορεί να έχει θλιβερές συνέπειες. Γι' αυτό είμαι αναγκασμένος να παραμείνω εδώ".

Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομείται και αρχίζει τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλευόμενος τα θρησκευτικά συναισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Συνεργαζόμενος με ληστρικές συμμορίες αρχίζει την συγκρότηση στρατού.

Η τουρκική εθνοσυνέλευση δημιουργεί τον "Κεντρικό Στρατό" με έδρα την Σεβάστεια. Στα καθήκοντα αυτού του στρατού περιλαμβάνονται η εξόντωση των Ελλήνων ανταρτών του Πόντου και η καταστολή της κουρδικής εξέγερσης στο Κοτς-γκρι, ανάμεσα στη Σεβάστεια και στο Ερζινγγιάν. Δύο στρατιές του στρατού του τις ρίχνει στη μάχη για να αντιμετωπίσει τους Πόντιους αντάρτες.

Το κεμαλικό κίνημα χαρακτηρίζεται από ένα φανατικό, επιθετικό και επεκτατικό εθνικισμό. Ο Κεμάλ είναι ο εκφραστής της οθωμανικής γραφειοκρατίας και των στρατοκρατών, οι οποίοι διαφωνούν με την επίλυση του εθνικού προβλήματος με βάση τα δικαιώματα των εθνοτήτων. Τα χαρακτηριστικά του κεμαλικού κιν¬ήματος είναι η τυραννία και η εκμετάλευση. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντίστοιχες ιδεολογίες είναι η νομοτέλεια του Κεμαλισμού.

Οι Πόντιοι αντάρτες ζητούν ενίσχυση από την ελληνική κυβέρνηση. Οι εκκλήσεις τους όμως για στρατιωτική βοήθεια μένουν αναπάντητες από την ελληνική κυβέρνηση. Σε επιστολή που στέλνουν τον Αύγουστο του 1919 αναφέρουν τα εξής:
"Ενεργώντας κατόπιν εντολής των αρχηγών των αντάρτικων ομάδων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας που αγωνίζονται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Πόντου σε ανεξάρτητη Ελληνική Δημοκρατία, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Ως γνωστόν από πενταετίας ήδη επαναστάτησαν τα τέκνα του Πόντου και αγωνίζονται κατά του τουρκισμού με δικούς τους αρχηγούς... Επιβάλλεται η ανάγκη προμήθειας σ' αυτούς ενδυμάτων και σκεπασμάτων... Εκτός αυτού υπάρχει μεγάλη ανάγκη αποστολής φαρμάκων, επιδέσμων κ.λπ. χρειωδών για τους τραυματίες. Εχουμε επίσης μεγάλη ανάγκη όπλων, πολυβόλων και μυδραλιοβόλων με όλα τους τα εξαρτήματα. Γι αυτό δηλώνουμε ότι θέλουμε να στείλουμε με δικές μας δαπάνες εδώ δύο άνδρες για εξάσκηση...".

Δυστυχώς το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κατανοήσει την δυναμική που έχει ο ποντιακός αγώνας. Καμμιά βοήθεια δεν αποστέλλεται στους Ελληνες αντάρτες του Πόντου την στιγμή που ο Κεμάλ Πασάς στέλνει κατά των Ποντίων ανταρτών την 3η στρατιά του τουρκικού στρατού. Στον Πειραιά φορτώνεται ένα πλοίο με όπλα και πυρομαχικά για να αποσταλεί στην Αμισσό, το οποίο όμως δεν ξεκινά ποτέ.

Στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές. Η φιλοβασιλική παράταξη κερδίζει την εξουσία δημαγωγώντας πάνω στην κούραση του ελληνικού λαού. "Οίκαδε", επιστροφή στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία. Η βασιλική παράταξη κατεβαίνει στις εκλογές με το σύνθημα "Ειρήνη, αποστράτευση, επάνοδο των στρατευμένων στα σπίτια τους".

Η βασιλική αντιβενιζελική παράταξη κερδίζει τις εκλογές με τις ψήφους των μουσουλμάνων της Βόρειας Ελλάδας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων κ.α. καθορίζει το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολής. Ο Γ. Βεντήρης θεωρεί ότι η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου είναι ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: Τον έστω και με την βία εξαναγκασμό της παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλλει τις απαιτούμενες θυσίες.

Ο ελληνισμός της αντίπερα όχθης δεν αντιμετωπίζεται πια ως "Ελλάδα" και η αλυτρωτική ιδεολογία που ήταν η κινητήρια δύναμη μέχρι εκείνη τη στιγμή, αντικαθίσταται από μια καθαρή στρατιωτική αντίληψη.

Το τέλος του 1921 σφραγίζεται από τις φοβερές ωμότητες στον μικρασιατικό Πόντο από τους Τούρκους. Ο Βρεττανός αρμοστής στην Κων/πολη πληροφορεί τον υπουργό εξωτερικών ότι:
"Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δρουν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων... Ολοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφερείας Τραπεζούντος και της ενδοχώρας εκτοπίστηκαν στα εργατικά τάγματα του Ερζερούμ, Καρς και Σαρήκαμις."

Οι αντάρτες βρίσκονται σε κατάσταση απόγνωσης. Καμμιά βοήθεια δεν φτάνει σε αυτούς πλέον. Οι σοβιετικοί έχουν αποκόψει τους δρόμους εφοδιασμού από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν απαντά στις αγωνιώδης εκκλήσεις της. Ενα πλοίο που φορτώνεται στον Πειραιά με όπλα και πυρομαχικά για αυτούς δεν ξεκινά ποτέ. Ανεξάρτητα από την αδυναμία και την πολυδιάσπασή τους, οι Πόντιοι αντάρτες φέρνουν σε δύσκολη θέση τον τουρκικό στρατό. Παρ' όλο που με τον αριθμό τους αντιστοιχούσαν σε μια μεραρχία, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιο τουρκικό στρατό.

O Φρούνζε, σοβιετικός απεσταλμένος στην Τουρκία, δεν μπορεί να αποκρύψει τελείως τις εγκληματικές πράξεις των συμμάχων τους και δίνει μερικές εικόνες της φρίκης:
"Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Ελληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Ολοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου".

Ο Φρούνζε περιγράφει και άλλο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στην σοβιετική αντιπροσωπεία ότι είναι και αυτοί ένοχοι γιατί ενισχύουν τον Κεμάλ και τους Τούρκους.

Με το πρόσχημα της καταπολέμησης των ανταρτών και των αντιποίνων οι Τούρκοι ολοκληρώνουν τη γενοκτονία. Βασισμένος σε μια σειρά επισήμων αναφορών ο Βρεττανός πρωθυπουργός Λόϋντ Τζωρτζ προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων:
"...(στον Πόντο) δεκάδες χιλιάδες (Ελλήνων) ανδρών, γυναικών και παιδιών απελαύνονταν και πέθαιναν. Ηταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση. "Εξολόθρευση" δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η Αμερικανική Αποστολή".

Ο W. Churchill γράφει:
"...οι φοβεροί εκτοπισμοί των Ελλήνων από την Τραπεζούντα και την Σαμψούντα που είχαν γίνει το φθινόπωρο του 1921, έφταναν τώρα για πρώτη φορά στην Ευρώπη".

Ο Αμερικανός ταγματάρχης Γιόουελ δίνει μια εικόνα του Μικρασιατικού Πόντου το 1921: "Πτώματα, πτώματα σε όλο το μήκος της πορείας των εκτοπιζομένων... φρίκη και πτώματα." ενώ ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκίμπονς γράφει: "Η πεδιάδα της Μαλάτειας ήταν στρωμένη με πτώματα Ελλήνων"

Οι διανοούμενοι και οι πρόκριτοι του Πόντου δικάζονται από το ψευδεπίγραφο "Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας" που εδρεύει στην Αμάσσεια. Με την κατηγορία ότι έγινε προσπάθεια απόσχισης από την Τουρκία, εκδόθηκαν εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Περίπου 450 Πόντιοι πεθαίνουν στις κρεμάλες της Αμάσσειας.

Η τραγωδία του Μπεϊαλάν

Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων που επέζησαν της γενοκτονίας. Ενας από αυτούς είναι ο Σάββας Κανταρτζής, ο οποίος εξέδοσε τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
"Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν' αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος... Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ' αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει... Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι' οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ' όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι' έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι' ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την "πατριωτική" του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνωντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι' άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ' οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι' όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι' οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι' αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση...
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής... επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν' ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι' απ' έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κράυγαζαν "μάνα, μανίτσα!". Οι κοπέλλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι' άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ' αυτιά, φωνές μανιακές και κλάμματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους - χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους - πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι' έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι' ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν".

Οι διαπιστώσεις των σοβιετικών

Ακόμα και οι σοβιετικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι έχουν πλήρη γνώση των τουρκικών ωμοτήτων κατά των Ελλήνων, δεν μπορούν να κρύψουν τον αποτροπιασμό τους για τα φρικτά εγκλήματα των συμμάχων τους. Ο Αράλοβ, σοβιετικός πρέσβυς στη Αγκυρα, ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε. Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Ελληνες που είχαν σφαγιαστεί "βάρβαρα σκοτωμένους Ελληνες - γέρους, παιδιά, γυναίκες". Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι πρόκειται να συναντήσει:
"...πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.

Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος:
"Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τι λέξεις μου...".

Τους λόγους της γενοκτονίας των Ελλήνων στον Πόντο αναφέρει ο συντ/χης Δ. Καθενιώτης:
"Παρ' όλην την απομάκρυνσίν του, ο Πόντος δεν εξέρχεται της σφαίρας της γενικής δράσεως της Ελλάδος... Είναι δε εις θέσιν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τους Φρουρούς του Ελληνισμού. Εν πρώτοις είναι έργον εις το οποίον έχουν συνειθίσει από αιώνων. Περιλαμβαν¬όμενοι εν τη απομακρύνσει των από ξένα φύλα, παλαίοντες διαρκώς προς αυτά, αφομοιούντες παρά αφομοιούμενοι, αποτελούσι τον ισχυρότερον τύπον Ελληνικής Φυλής. Ουδείς Φραγκολεβαντινισμός, απεναντίας μίσος και απέχθεια προς παν το ξενικόν. Δι' αυτάς ακριβώς τας αρετάς, η Τουρκία, η οποία έβλεπε μακρύτερα αφ' ότι εσυνειθίσαμεν να νομίζωμεν, τους διέλυσε, τους διέσπασε και τους επέταξε βαθμιαίως έξω του Βασιλείου της."

Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε στη Σμύρνη, την πρωτεύουσα της Ιωνίας, τον Σεπτέμβριο του 1922, κάτω από τα απαθή βλέμματα των Δυτικών συμμάχων μας. Οπως γράφει ο Ουϊνστων Τσώρτσιλ:
"Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού."

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 οι σύμμαχοι υποχρεώνουν την Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ανατολική Θράκη. Με την συνθήκη των Μουδανιών την παραδίδουν στους Τούρκους. Τριακόσιες χιλιάδες Ανατολικοθρακιώτες Ελληνες ακολουθούν τον ελληνικό στρατό που αποχωρεί.

Η σημασία της αναγνώρισης της γενοκτονίας

Η Τουρκία σήμερα περνά για πρώτη φορά τέτοιας έντασης και έκτασης εθνικό πρόβλημα με την αφύπνιση των εθνών της σύγχρονης Τουρκίας. H αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων είναι η πρώτη ελληνική προσπάθεια καταγγελίας των διαδικασιών δημιουργίας του τουρκικού κράτους. Θυμίζει την ιστορική ελληνική παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα και τα δικαιώματα που απορρέουν απ' αυτήν, σε μια περίοδο που ο πολιτικός και οικονομικός χάρτης της περιοχής ξαναδημιουργείται με την προσπάθεια της Τουρκίας να ηγεμονεύσει σ' αυτόν.