Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…

Κωνσταντίνος Βολανάκης , ο δικός μας...Τέρνερ
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…

Τον είπαν «πατέρα της Θαλασσογραφίας »…ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Ελλάδας  που όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα πέθανε φτωχός και ξεχασμένος με πέντε ανθρώπους να τον κατευοδώνουν στον άλλο κόσμο …πριν 109 χρόνια σαν σήμερα!
Γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Μαρτίου 1837. Ως τόπος καταγωγής έχουν αναφερθεί τα χωριά «Μπολάνια» του Ηρακλείου , αλλά και το χωριό «Βολάνη» Ρεθύμνου. Στο Ηράκλειο τελειώνει το Σχολαρχείο. Από το 1851 ως το 1855 Φοιτά στο Ελληνικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου όπου είχε μεταφερθεί η οικογένεια για επαγγελματικούς λόγους. Σύμφωνα με νεώτερες έρευνες, φαίνεται πως  δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις γυμνασιακές του σπουδές.
Καθηγητής Ιχνογραφίας την ίδια εποχή (1851-1868) ήταν στο Ελληνικό Σχολείο όπως και στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης ο σημαντικός ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής (Ύδρα 1813 – μετά το1877). Η αξιοσημείωτη αυτή σύμπτωση συνδέει αναγκαστικά τους δύο αυτούς νεοέλληνες ζωγράφους με σχέση δασκάλου-μαθητή.
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
Το 1856 ταξιδεύει στην Τεργέστη όπου ήταν εγκατεστημένος ο Γεώργιος Αφεντούλης, έμπορος ζαχάρεως και αδελφός του Θεοδώρου, συζύγου της αδελφής του Πολυξένης. Προσλαμβάνεται στο λογιστικό τμήμα της επιχείρησης. Κάτω από τα λογιστικά βιβλία, ο νεαρός Βολανάκης σκιτσάρει. Η υπόλοιπη οικογένεια μεταφέρεται στον Πειραιά, όπου ο αδελφός του Αθανάσιος ιδρύει το 1869 το πρώτο νηματουργείο και το 1873 εργοστάσιο αγγειοπλαστικής.
Ο Αφεντούλης ενθαρρύνει τον Βολανάκη να αξιοποιήσει το ταλέντο του και τον στέλνει με δική του οικονομική υποστήριξη στο Μόναχο. Το 1864 σε ηλικία 27 ετών, εγγράφεται στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Μόναχο. Εκεί  συνδέεται με τον Νικόλαο Γύζη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Πολυχρόνη Λεμπέση και τον Γεώργιο Ιακωβίδη.
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
Σύντομα θα γίνει δεκτός στο απαιτητικό εργαστήριο καθηγητή Karl Theodor von Piloty. Στα πλούσια μουσεία του Μονάχου θα γνωρίσει την ολλανδική θαλασσογραφία του 17ου αιώνα και τους εκπροσώπους της ιταλικής πανοραμικής άποψης πόλεων, και θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της θαλασσογραφίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το 1866 προκηρύσσεται διαγωνισμός για την απεικόνιση της ναυμαχίας της Λίσσας, ναυτικού επεισοδίου κατά τη διάρκεια των πολεμικών συρράξεων μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών με νικητές τους Αυστριακούς.
Η συμμετοχή του στον διαγωνισμό αυτό τον καθιστά ευρύτερα γνωστό. Το ίδιο έτος χρονολογείται η πρώτη θαλασσογραφία του: «Ψαρόβαρκες στην παραλία της Τεργέστης»
Ένα χρόνο αργότερα βραβεύεται για τα σχέδια και τις σπουδές για τη ναυμαχία αυτή, βραβείο που του αποφέρει ένα ταξίδι σχεδόν δύο χρόνων με αυστριακό πολεμικό πλοίο στα λιμάνια της Αδριατικής, ούτως ώστε να γνωρίσει καλά τη μορφολογία του τοπίου όπου έλαβε χώρα η ναυμαχία. Πλουτίζει τις γνώσεις του μελετώντας και σχεδιάζοντας λεπτομερώς πολεμικά πλοία αλλά και όλων των ειδών τα σκάφη που ταξιδεύουν εδώ. Κατακτά το ιδίωμα του θαλασσογράφου και πλοιογράφου.
Ο Βολανάκης εκτελεί σε ελαιογραφία το 1868 Το «Πλοίο της γραμμής ‘Κάιζερ’ στη ναυμαχία της Λίσσας», που είναι ο τίτλος που δίνει ο ίδιος στο έργο του που παρουσιάζεται στην «Ετήσια Διεθνή Έκθεση της Καλλιτεχνικής Εταιρείας» στη Βιέννη.
Προκαλεί εντύπωση και αγοράζεται για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ για 1000 φιορίνια. Σήμερα το εξαίρετο αυτό έργο βρίσκεται στην Hofburg, στα πρώην αυτοκρατορικά ανάκτορα, στην Βιέννη. Από τη χρονιά αυτή και αργότερα αρχίζει να συμμετέχει συστηματικά σε ομαδικές εκθέσεις στο Μόναχο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και αναδεικνύεται.
Το 1874 νυμφεύεται στην Ελλάδα την Φανή Ιωάννου Χρηστίδου από τη Ζαγορά. Σύμφωνα με ορισμένες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, διορίζεται επιμελητής σε εργαστήριο της Ακαδημίας του Μονάχου. Το 1881 εκθέτει για πρώτη φορά θαλασσογραφίες του στην Αθήνα. Το 1882 τοποθετείται στο Υπουργείο Ναυτικών το έργο του: «Η εν Σαλαμίνι ναυμαχία» Ολοκληρώνει την «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη». Είναι το προοίμιο της ελληνικής περιόδου.
Το 1883 αποφασίζει την επιστροφή στην Αθήνα, καθώς το κλίμα του Μονάχου βλάπτει την σύζυγό του. Αποδεικνύεται ότι η επιστροφή αυτή τον έβλαψε στην επαγγελματική του εξέλιξη. Ενεργεί ώστε να διοριστεί καθηγητής του Πολυτεχνείου.
Ο Νικόλαος Γύζης, σε μια προσπάθεια εκλογίκευσης τον προειδοποιεί: «Θα πας σ’ έναν τόπο, όπου πουλούν τις εικόνες στον Τινάνειο κήπο», εννοώντας ότι η πραγματική ζωγραφική απαξιώνεται ενώ πωλούνται αποκλειστικά λαϊκές εικονογραφήσεις στον κήπο του Πειραιά. Εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου διατηρεί και το ατελιέ του.
Εκεί διαμένει μέχρι το θάνατό του. Διδάσκει στο Σχολείο των Τεχνών (Πολυτεχνείο) ως το 1903, οπότε και παραιτείται για λόγους υγείας.
Το 1891 εκτίθεται το έργο μεγάλων διαστάσεων: «Το λιμάνι του Πειραιά από την βασιλική προβλήτα», «Η αποβίβαση της πριγκίπισσας Σοφίας στο λιμάνι του Πειραιά» και το 1892: «Στον Κεράτιο κόλπο με τίτλο «Κωνσταντινούπολις».
" Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο" έφτασε στο υψηλότερο ποσό  σε δημοπρασία που έχει καταβληθεί για Ελληνικό έργο, 1.970.855 ΕΥΡΩ..
Το 1896, με πρωτοβουλία διαφόρων καλλιτεχνών ιδρύεται υπό την διεύθυνση του Βολανάκη στον Πειραιά σχολή ζωγραφικής, το «Καλλιτεχνικόν Κέντρον», σε χώρους που έχει παραχωρήσει ο Δήμος Πειραιώς.
‘Έτυχε σ΄αυτόν τον τόσο σπουδαίο ζωγράφο η τραγική μοίρα του Καλλιτέχνη, η συντριβή της καθημερινότητας. Χωρίς κανένα άλλο πόρο εκτός από τη ζωγραφική του, και ευαίσθητος καθώς ήταν στις άλλες του υποχρεώσεις, αναγκάζεται να εκτελεί βεβιασμένα έργα που είναι ευτελή αντίγραφα παλαιοτέρων του θαλασσογραφιών. Τα τελευταία χρόνια του, είναι και τα πιο τραγικά. Κατά τον Μελετητή του, Μανώλη Βλάχο  αναγκάσθηκε να εργάζεται με ημερομίσθιο στο Κορνιζοποιείο του ΓΛΥΤΣΟΥ στον ΠΕΙΡΑΙΑ. Το διάστημα αυτό (από το 1903 δηλαδή) ως το θάνατό του είναι η πορεία προς την κατάρρευση. Μόνος και άρρωστος εξακολουθεί ακόμα να ζωγραφίζει. Στις 29 Ιουνίου 1907 ο μεγάλος Θαλασσογράφος πεθαίνει, φτωχός και ξεχασμένος, από τα επακόλουθα της κήλης από την οποία έπασχε.
Ο Παύλος Νιρβάνας έγραφε λίγο αργότερα με πίκρα: «Ήσαν πέντε άνθρωποι στην κηδεία του…».
  
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
Ο Ηρακλειώτης ζωγράφος με τις συγκλονιστικές θαλασσογραφίες που πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος…
ΠΗΓΕΣ:
nationalgallery.gr
cretalive.gr
Wordpress.gr
Wikipedia.org

Ένας ναός, ένας κόσμος ολόκληρος

www.patris.gr

ΦΩΤΟ ΗΜΕΡΑΣ: Ένας ναός, ένας κόσμος ολόκληρος



Ο ναός που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται ”Παναγίτσα” χτίστηκε από πρόσφυγες που ήρθαν στο Ηράκλειο από τη Μικρά Ασία το 1922.

Παρά τα βάσανα, την ταλαιπωρία και τη φτώχεια τους οι άνθρωποι αυτοί έχτισαν την εκκλησία θέλοντας να τιμήσουν την Παναγία, στην εικόνα της οποίας έβλεπαν μια μάνα και η τρυφερότητά τους ήταν τόση που την έλεγαν Παναγίτσα, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται μέχρι και σήμερα ο ναός

(mikrasiatis.gr) – Ευγενία Σανιδά.


Η Γενοκτονία των Ποντίων



Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς, δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα, το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Αριστερά πλεύση....




Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!!! Και όχι μόνο οικονομικά!!! Προσδοκώμεν ανάσταση Ιδεών και Αξιών!! 

ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ ΚΑΝΕΙΣ;;;;