Καβάφης.......

Κωστής Φραγκούλης : ο ποιητάρης..


Μερικοί άνθρωποι που περάσανε αθόρυβα από τούτη τη ζωή, αφήσανε βαθειά σημάδια πολιτισμού και ξεκλειδώσανε με τη σκέψη και τη γραφή τους καινούργιους δρόμους για νάχουμε να πορευόμαστε...
Ένας απ αυτούς είναι ο Κωστής Φραγκούλης ή Ανταίος , μάχιμος ποιητάρης μέχρι το τέλος της ζωής του.
Με αφορμή τον διαγωνισμό της εφημερίδας " Πατρίς" του Ηρακλείου για τους μεγάλους Κρητικούς ( κατά το " Μεγάλοι Έλληνες" ), που αναφέρεται και στον Φραγκούλη με πολύ πενιχρά λόγια (θέλω να πιστεύω όχι σκόπιμα), εγώ νοιώθω την υποχρέωση να σας τον συστήσω:

Κωστής Φραγκούλης, ο Δίφωρος


Όπως και ο Κορνάρος, γεννήθηκε στη Λάστρο της Σητείας στις 7 Νοεμβρίου του 1905. Στα δεκαπέντε του χρόνια μετακόμισε στο Ηράκλειο, όπου εργάστηκε σαν τυπογράφος. Ο πατέρας του δεν τον άφησε να προχωρήσει παραπέρα στα γράμματα, κι έτσι τέλειωσε μόνο το δημοτικό. Το 1929 πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε επίσης ως τυπογράφος. Το 1937 παντρεύτηκε στην Αθήνα την Σοφία Τριαντάφυλλου ή Σπετσιώτη από τη Σαντορίνη και απέκτησαν δυο γιους, το Στέλιο και το Γιάννη. Το 1940 πολέμησε στην Αλβανία. Την κατοχή, με την οικογένειά του, έζησε στη Λάστρο, αγρότης και γραμματικός της κοινότη-τας. Το 1946 μετακόμισε οριστικά στο Ηράκλειο, όπου εργάστηκε ως τυπογράφος και αργότερα άνοιξε δικό του τυπογραφείο, το οποίο διατηρούν μέχρι σήμερα τα παιδιά του.
Την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ανοιχτά φτερά» την τυπώνει το 1930. Θα καθυστερήσει 31 ολόκληρα χρόνια μέχρι να βγάλει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, τα «Δίφορα» (Ηράκλειο, 1961). Μετά από 27 χρόνια, το 1988, θα βγάλει και τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τον ίδιο τίτλο «Τα δίφορα, βιβλίο δεύτερο». Είναι η συλλογή που θα του δώσει την επίσημη αναγνώριση, με τη βράβευσή της από την Ακαδημία Αθηνών. Μετά από εννιά χρόνια επανεκδίδεται (1997).
Το πεζογραφικό έργο του Φραγκούλη, κυρίως διηγήματα, είναι επίσης πολύ σημαντικό. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Στον κύκλο του μαχαιριού, 1971, Η Κατσιφάρα, χρονικά της μάχης της Κρήτης, 1974, Οργισμένα στάχυα, 1980, Η ρούσικη καμπάνα, 1982, ένα μυθιστόρημα, Το προξενιό του Πολυδώρου, 2000, Τα κρητικάνθεμα, συλλογή με κρητικές μαντινάδες.
Πολλές μαντινάδες επίσης και ποιήματα του Κωστή φραγκούλη-Ανταίου έχουν δημοσιευτεί τις τελευταίες δεκαετίες σε εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως ως ένθετα, ως ποικίλματα των περίφημων χρονογραφημάτων του ή ακούονται τα τελευταία δέκα - δώδεκα χρόνια από το Ραδιο-Κρήτη μέσα στα μοναδικά ραδιοχρονογραφήματά του που του εξασφάλισαν και τον ζηλευτό τίτλο του αρχαιότερου ραδιοσχολιαστή του κόσμου.
Ο Κωστής Φραγκούλης έχει μια τέτοια ποιητική φλέβα που αν βημάτιζε με τον ποιητικό ρυθμό της εποχής του, αν έγραφε δηλαδή όπως γράφουν σήμερα οι ποιητές, σε ελεύθερο στίχο και με πιο σύγχρονες θεματικές, αναμφίβολα θα ήταν το ίδιο γνωστός όπως οι άλλοι μεγάλοι κρήτες λογοτέχνες, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και ο Πρεβελάκης. Όμως ο Κωστής Φραγκούλης εμπνέεται από τις θεματικές του δημοτικού τραγουδιού και από τη μουσικότητα του στίχου του.
Ο Κωστής Φραγκούλης έχει σαφέστατη αντίληψη ότι η ποίησή του είναι παλιομοδίτικη, και γι αυτό την τιτλοφορεί με αυτό τον τίτλο: «Δίφορα», όπως τα δίφορα μήλα που είναι εκτός εποχής. Και γράφει σχετικά, εν είδει προλόγου, την εξής μαντινάδα στην πρώτη συλλογή:


Αγάπη που ρθει πάρωρα σα μήλο δίφορό ναι,
απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά τον τρώνε.


Ο Φραγκούλης δεν γράφει στον ομοιοκατάληκτο στίχο της μαντινάδας, στίχο στον οποίο γράφηκαν τα αριστουργήματα της κρητικής αναγέννησης. Ο στίχος αυτός είναι ξενόφερτος από τους Ενετούς. Ο ανομοιοκατάληκτος στίχος είναι ο στίχος του δημοτικού μας τραγουδιού. Η στρατιωτική και πολιτική εισβολή των Ενετών σταματάει στα ριζά των βουνών. Το ίδιο και η γλωσσική και η πολιτιστική. Οι ελληνόφωνοι της Ιταλίας διατηρήθηκαν στα ριζά, και όχι στους κάμπους. Έτσι και το δημοτικό μας τραγούδι στην Κρήτη δεν αλώθηκε στα ριζίτικα, το μόνο δείγμα ανομοιοκατάληκτης δημοτικής ποίησης στην Κρήτη που έχουμε.
Ο Σολωμός, επηρεασμένος από την Κρητική Αναγέννηση, ξεκινάει να γράφει το έργο του «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» στον ομοιοκατάληκτο στίχο του Ερωτόκριτου. Όμως στο τρίτο και τελευταίο σχεδίασμα τον εγκαταλείπει, καταφεύγοντας στον ανομοιοκατάληκτο στίχο του δημοτικού τραγουδιού, νιώθοντας ότι αυτός ταιριάζει περισσότερο στο θέμα του και στην ιδιοσυγκρασία του.
Ο Κωστής Φραγκούλης, αν και ζει στην Κρήτη και είναι πιο άμεσα επηρεασμένος από το ομοιοκατάληκτο δίστιχο, γράφει εν τούτοις σε ανομοιοκατάληκτο στίχο. Έτσι, μελετώντας την ποίησή του, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για το πώς δημιουργήθηκε το δημοτικό τραγούδι.
Τα δημοτικά τραγούδια δεν φτιάχτηκαν από το λαό, αλλά από συγκεκριμένα προικισμένα άτομα σαν τον Φραγκούλη. Τα τραγούδια αυτά μετά διαδόθηκαν από άτομο σε άτομο, και κάποια στιγμή ήλθαν οι λαογράφοι και τα κατέγραψαν. Και μπαίνει το ερώτημα: πιο είναι ποιητικά ανώτερο, η αρχική γραφή του εμπνευσμένου λαϊκού ποιητή ή η μεταγενέστερη καταγραφή του λαογράφου;
Μια τέτοια σύγκριση δεν μπορεί να γίνει, μια και δεν σώθηκαν τα αρχικά κείμενα, που σίγουρα υπήρξαν. Μόνο η μαντινάδα μπορεί να λειτουργήσει εκατό τοις εκατό προφορικά, ενώ για τα πολύστιχα ποιήματα χρειάζεται οπωσδήποτε μια αρχική επεξεργασία πάνω σε χαρτί.
Μπορούμε όμως να κάνουμε εικασίες. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι η «Ερωφίλη» έγινε δημοτικό τραγούδι στη Στερεά Ελλάδα και αλλού. Συγκρίνοντας τώρα το δημοτικό τραγούδι με τα αντίστοιχα αποσπάσματα της «Ερωφίλης», βλέπουμε το πρώτο αισθητικά, αισθητά κατώτερο.
Γι αυτό το λόγο δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε βρίσκοντας τα ποιήματα του Κωστή Φραγκούλη αισθητικά πολύ ανώτερα από πάρα πολλά δημοτικά μας τραγούδια. Αυτό μας υποβάλλει την ιδέα ότι οι μεταγενέστερες καταγραφές του δημοτικού τραγουδιού είναι σίγουρα κατώτερες από την πρώτη γραφή. Και ένας λόγος φαντάζομαι είναι ότι οι αναμεταδότες του δεν ήταν τόσο προικισμένοι όσο ο αρχικός δημιουργός, και οι αλλοιώσεις στίχων, οι απλοποιήσεις και οι παραλείψεις οφείλονται στις ανάγκες ευκολότερης απομνημόνευσης, ενώ οι προσθήκες δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι αισθητικά καλύτερες από τους αρχικούς στίχους του ποιητή.
Πρώτο χαρακτηριστικό λοιπόν της ποίησης του Κωστή Φραγκούλη είναι ο ανομοιοκατάληκτος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος του δημοτικού τραγουδιού.
Το επόμενο χαρακτηριστικό είναι η πλατειά χρήση κρητικών λέξεων. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι συναντά κανείς στα ποιήματα του Φραγκούλη μια πυκνότητα αγνώστων λέξεων πολύ μεγαλύτερη απ' ότι στον Ερωτόκριτο. Μόνο στα δεύτερα δίφορα βλέπουμε να υποχωρούν οι άγνωστες λέξεις. Παρατίθεται βέβαια στο τέλος και των δυο τόμων γλωσσάρι, που όμως δεν βοηθάει ιδιαίτερα, καθώς κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον διπλάσια έκταση.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για γλωσσική εκζήτηση. Πιστεύω όμως ότι ο κύριος λόγος είναι, κυρίαρχος άλλωστε στην επαρχιώτικη ηθογραφία, να διασωθούν λέξεις που η εξέλιξη της γλώσσας έχει σπρώξει στο περιθώριο.
Οι εκφραστικοί τρόποι του Φραγκούλη είναι ατόφιοι εκείνοι του δημοτικού τραγουδιού, και μάλιστα συναντούνται επίσης σε μεγάλη πυκνότητα. Θα αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Οι λεγόμενες άσκοπες ερωτήσεις.
Μην είναι η πέτρα θρούβαλη, μη φταίνε τα θεμέλια;...
μηδέ κι οι πέτρες φταίνε σας, μηδέ και τα θεμέλια
μηδέ που δε νηστεύγετε και νόμο δε βαστάτε,
μόνο του Πρωτομάστορα η όμορφη γυναίκα.

Το παραπάνω τραγούδι είναι μια παραλλαγή από το «Γιοφύρι της Άρτας»

Ιντά ναι το συντάχαλο στσι Σφακιανές μαδάρες
το μπαλοτίδι κι ο καπνός, οι σκιόποι που γροικούνται;
Τούρκοι μην επεράσανε, αγάδες μην εβγήκα
να μαγαρίσουν τα Σφακιά, τα' Ασκύφου να πατήσου;
Δεν είναι ορντού που μάχεται, Τούρκοι που πολεμούνε.
Μια κοσαρέ Βολακιανοί, αδέλφια κι αξαδέλφια
σύντεκνοι, φίλοι κι εδικοί, αγριομαδαρίτες,
εκλέψα με τραϊτοριά του Λια την ψυχοκόρη.
Τίνος η μπόλια η πλουμιστή και τα ξανθά κουρλάκια
Μην ειν' αγγέλου τ' ορανού, μην είναι τ' αρχαγγέλου,
μην είναι τση πεντάμορφης που ζει στα παραμύθια;
Δεν είν' αφέντη, βασιλιά, τ' αγγέλου, τ' αρχαγγέλου
δεν είναι τσι πεντάμορφης που ζει στα παραμύθια,
μόνο τση κόρης του παπά, που βάνει μαύρη σκέπη
και πάνε ντη για καλογρά σ' αλάργο μοναστήρι.


επαναφορά. Είναι η επανάληψη λέξεων όπως:

Και μιαν αυγή, μια ταχυνή, τ' Απριλομάη μέρα
Φύγε κουτσέ, φύγε ζαβέ, ανεποδιάρη λείπε,
Πλια τσι μεθούν τα μάτια τζη, παρά το κέρασμά τζη,
πλια ρέγουνται τα χείλια τζη, παρά τ' αθότυρά τζη,
πλια λαχταρούν το μπέτη τζη παρά τ' οφτό που τρώνε.
Στη γούρνα της ελεύτερης μόσκος κουτσουναρίζει,
στη γούρνα τση κορασονιάς αθόνερο καθάργιο,
στη γούρνα τση μαυρόχηρας σταλάζει μαύρο δάκρυ.


Η επαναφορά συνήθως βρίσκεται μαζί με τα τρίκωλα.

Πέμπει τση μήλο προξενειά, πέμπει τση δαχτυλίδι,
πέμπει τση πόλης τα κλειδιά να του τη λογοστέσεις...
Δίδει του προύκα τα Χανιά, τη Στεία πανωπρούκι,
Το Κάστρο και το Ρέθεμνο δίδει του γι' αρρεβώνα.
Τσι νιους να παίρνεις κατσιρμά, με κόμπο τσ' αντρειωμένους
και τσι καλοστεκούμενους, χωσά να τωσε στένεις.
Τα κάλλη κάστρα καταλυούν, τα μαύρα μάτια χώρες
κι οι τραχηλιές τω γυναικώ πύργους ξεθεμελιώνουν.


Ισομετρικός παραλληλισμός.

Του Δούκα ο γιος τη ρέχτηκε, τ' αρχόντου ο γιος τη θέλει
Την πρίκα μου κάνω χαρά, τη στενοχώρια γέλιο. 60Β
κι οι στράτες δεν τσι βάνουνε, τσαρσά δεν τσι χωρούνε


Ισομετρική ταλάντωση.

Το να σκαμνάκι γίνεται, τ' άλλο θρονί του Ρήγα

Σύνθετες λέξεις:

Και νιους κυπαρισσόκορμους, ανοιχτοκουταλάτους.
Χαρύνω σε που κάθεσαι στο κούτελο τση τάβλας,
λιγνή, κυπαρισσόκορμη και κοντυλογραμμένη,
κι ανεγυρίζεις το σκοπό, περδικοκελαϊδίστρα.


To σχήμα «όλοι εκτός από ένα».

Εζευγαρώσαν τα πουλιά κι ένα δε ζευγαρώνει.
Όλοι παινιούνται για το βιος, τα πλούτη, τα καλά ντως...
ο Κωνσταντής ο ρέμπελος μόνο που δεν καυκιέται.


Οι προσωποποιήσεις.

Ένα πουλάκι τση γροικά κι εστάθη στο κλωνάρι
-Οψές, το προσαργάτινο, τον είδαμε στη στράτα
ταίρι με μιαν αρχόντισσα και πάει σε πανεγύρι.
Το κυπαρίσσι το ψηλό, το μαυροφορεμένο,
που το σαλεύγει και λυγά ό,τι καιρός φυσήξει,
τση λεμονιάς συζήλωσε που ρέμπει στα περβόλια
και δένει αθό την άνοιξη, καρπό το καλοκαίρι.
-Εσύ 'σαι μέσα στα νερά, στσι κήπους ριζωμένη...
Οι μήνες εμονιάσανε σε πανεγύρι απάνω.
Ένας παινά τα έχει ντου, ο άλλος τα καλά ντου....


Λαϊκές εκφράσεις και δάνειους στίχους.

Μη λυπηθείς αγιού κερί και κοπελιού κουλούρι
να κόψω αρνιά στο έμπα μου, στο έβγα προβατίνες
Και σαν το Σαραντάπηχο, το Διγενή να κάμου,
που χίλιους στο έμπα ήκοβγε, στο έβγα δυο χιλιάδες
και στ' αναμεταγύρισμα, δεν ηύρισκε να κόψη.
Τρώτε και πίνετε άρχοντες, κι εγώ θα σας δηγούμαι
Πότε θα κάμει ξαστεργιά πότε θα φλεβαρίσει
Και κάνουν μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες
έκανε μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες
Μάνα, σαν έρθου φίλοι μας, σαν έρθου εδικοί μας




Η αγάπη για τη ζωή εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Ο απόσωστος».
Τα ερωτικά του είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και κυρίως αυτά που υμνούν τη γυναικεία ομορφιά, άφθονα στη Β συλλογή. Είναι αξιοπρόσεκτη η επινοητικότητα με την οποία μπαίνει στο θέμα του.
Ανάμεσα στα μοτίβα που χρησιμοποιεί για να μπει στο θέμα του είναι και αυτό της καλογριάς, που πέφτουν θύμα του έρωτα: «Η καλογριά» 73Α και «Η παπαδοπούλα» 117Β.
Άφθονα είναι τα φυσιολατρικά εκείνα, που υμνούν τις ομορφιές της Κρήτης. 24Α, 46Α, 100Β κ. ά. Και εδώ επίσης είναι ιδιαίτερα επινοητικός. Η μεταφορά της φύσης ως εκκλησίας υπάρχει τουλάχιστον σε δυο ποιήματά του.
Υπάρχουν τραγούδια για την ειρήνη, όπως «Ειρηνικό» 58Α, «Ειρήνη υμίν» 123Β, «Σταθείτε...!»129Β και το «Παραλλαγή» 133Β «Το νταβαέτι» 141Β
Γράφει επίσης σε θεματικές άλλων δημοτικών τραγουδιών, όπως «Τση Λυγερής» 62Α, που στηρίζεται στο θέμα του ριζίτικου «μάνα κι αν έλθουν οι φίλοι μου», ο πεθαμένος που λέει στη μάνα του να μη πει για το θάνατό του. Το ίδιο και στο ποίημα «Ο γέρο χαϊνης».122Β
«Ο Μιχελής» 81Α έχει ως θέμα τον ετοιμοθάνατο που δίνει παραγγελιές.
Υπάρχει επίσης ένα ποίημα για την βεντέτα, θέμα που απασχολεί τον Φραγκούλη και σε ένα διήγημά του.
«Ο Φταίχτης» 27Β έχει ίδιο θέμα με του δημοτικού τραγουδιού «Της Άρτας το γιοφύρι».
Σημειώνουμε ακόμη το ποίημα «Τση Φράγκισσας» 88Α, που είναι μια παραλλαγή της «Φαίδρας». Ο γιος ερωτεύεται την αρραβωνιαστικιά του πατέρα του του Δούκα, πράγμα που θα οδηγήσει στην αλληλοεξόντωση πατέρα και γιου.
Σημειώνουμε επίσης τα «Κάλαντα του βοσκού» και «Τα κάλαντα του ζευγά», στον πρώτο τόμο, καθώς και το ποίημα για το γέρο καπετάνιο, τον Ντερμιτζή 110Β.




Τα στοιχεία είναι παρμένα από το άρθρο του Μπάμπη Δερμιτζάκη
για το λέξημα.gr