Αγαπημένε μου ποιητή.. εσύ που έχεις το "ελευθέρας" στον δικό μου μισοποτισμένο κήπο.. εσύ που απρόσκλητος μπαίνεις και ανακαλείς τον επιθανάτιο ρόγχο
μιας λεηλατημένης αυλής..
κοίτα λίγο και κατά δω.. αφουγκράσου τη νύχτα που πέφτει μεγαλόπρεπα και πιάσε το μολύβι σου.. Άφησε τη σκέψη σου να περιπλανηθεί στα χορταριασμένα παρτέρια..Σκύψε λίγο κι αφουγκράσου..Ίσως αυτός ο Νότιος άνεμος που ελίσσεται ανάμεσα στα αυτιά σου, στη μύτη σου και στα μισομαραμένα λουλούδια ..να φτάνει τελικά και στο μυαλό σου..θέλοντας να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στη δική σου...
Και , που ξέρεις , μπορεί να φτάσει μέχρι το χειροκρότημα...







" Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού 'σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό."

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΡΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ (ΚΑΤΑ ΠΑΓΚΑΛΟΝ) ΑΔΑΟΥΣ ΧΩΡΙΑΤΗ...


...«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να 'χονν την επιρροή για ικανότη»


..ΣΕ ΑΛΛΟ ΣΗΜΕΙΟ ΛΕΕΙ:

«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας»

ΚΑΙ ΠΑΛΙ :

»- Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ’αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’έναν τρόπο· ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.

ΚΑΙ ΛΕΕΙ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙ ΑΥΤΟΝ :

Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία -εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία -εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχονν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος. Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα '21.

******************************************

ΑΧ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ.....ΝΑ'ΣΟΥΝΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΕΔΩ.......

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΑΝΤΡΙΚΙΑ ΧΑΡΑ; Ν΄ΑΝΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΣΑ ΕΥΘΥΝΗ. Ν. Καζαντζάκης


Σιγά σιγά αρχίζει η ερήμωση..Πρώτα οι εξαγγελίες..μετά οι φόβοι..κι ακολουθούν τα κλειστά κι εγκαταλελειμμένα μαγαζιά , οι κλειστές επιχειρήσεις γενικότερα,οι απολυμένοι κι ανασφαλείς Έλληνες και η μόνιμη κουβέντα στις συναθροίσεις : Τι θα γίνει..
Πουθενά φως..ούτε για δείγμα..Όσο για ανάκαμψη, δεν το κουβεντιάζουμε..Ούτε σαν ιδέα υπάρχει στο προαύλιο του μυαλού μας..και κυρίως του μυαλού τους..
Αφήστε τι λένε..Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει..
Γιατί η ανάκαμψη χρειάζεται ανθρώπους να το λέει η καρδούλα τους, να είναι αποφασισμένοι και θαρραλέοι και να μην φοβούνται να αλλάξουν πορεία.Όχι να στέλνουν στη φτώχεια και την μιζέρια τον κόσμο επειδή αυτοί είναι αχόρταγοι και ανάξιοι.
Μέσα από τα μέσα ενημέρωσης και με κάθε τρόπο, έπεισαν τον Έλληνα ότι φταίει , άρα πρέπει να πληρώσει! Έτσι, ξεδιάντροπα και αναιδέστατα!
Προοπτικές και ανάπτυξη ανύπαρκτες λέξεις..Κι ο μουδιασμένος Έλληνας βλέπει έντρομος να του κλέβουν τη ζωή που δεν τους ανήκει και να τον καταδικάζουν σε σκλαβιά και ανέχεια που δεν την αξίζει.
Μας κατάντησαν τους αναξιοπαθούντες της Ευρώπης ΄και μας αναγκάζουν να ζούμε από τις ελεημοσύνες της, πληρώνοντας ακριβά το ξεροκόμματο που μας πετούν επειδή οι "άρχοντες" αυτής της χώρας είναι πέραν του δέοντος εύκαμπτοι στις ορέξεις τους.

Και ξημέρωσε καινούργια Χρονιά..
Και η πατρίδα κοιμάται..